- ἐπιμηρύομαι
- ἐπιμηρύομαι,A wind a layer of gut on top of others, Ph.Bel.65.43.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
επιμηρύομαι — ἐπιμηρύομαι (Α) συσσωρεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + μηρύομαι «τραβώ, σφίγγω, τυλίγω»] … Dictionary of Greek